υδραυλική ρύθμιση βαλβίδων: σύστημα αυτόματης ρύθμισης των βαλβίδων, έτσι ώστε αυτές να ακουμπούν πάντα πάνω στο έκκεντρο του εκκεντροφόρου. Στην περίπτωση των υδραυλικά αυτορυθμιζόμενων βαλβίδων, δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης διακένου, που προβλέπεται εξαιτίας της διαστολής των βαλβίδων λόγω των υψηλών θερμοκρασιών. Kύρια πλεονεκτήματα του συστήματος είναι ότι δεν χρειάζεται ρύθμιση, ότι μειώνει το θόρυβο και ότι επιτρέπει στο σύστημα εκκεντροφόρου – βαλβίδας να λειτουργεί πάντα ιδανικά, ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία του κινητήρα.
υδραυλική υποβοήθηση: στα περισσότερα σύγχρονα αυτοκίνητα, η δύναμη που πρέπει να ασκήσει ο οδηγός για να περιστρέψει το τιμόνι είναι μικρή. Γι’ αυτό φροντίζει μία αντλία που μεσολαβεί ανάμεσα στο τιμόνι και τους τροχούς, η οποία λειτουργώντας υδραυλικά, εξασφαλίζει πέραν της ευκολότερης περιστροφής του τιμονιού, μεγαλύτερη ακρίβεια στο χειρισμό.
υδραυλική υποβοήθηση τιμονιού: πιο απλά, «υδραυλικό τιμόνι». Xρησιμοποιείται για να μειωθεί η δύναμη που ασκεί ο οδηγός για να στρίψει το τιμόνι. Πρόκειται για ένα σύστημα που περιλαμβάνει μια αντλία με το αντίστοιχο κύκλωμα για την κυκλοφορία του υδραυλικού υγρού και τους μηχανισμούς ελέγχου της λειτουργίας του συστήματος (διανομέα πίεσης και βαλβίδες). H αντλία παίρνει κίνηση από το στροφαλοφόρο άξονα μέσω ενός ιμάντα και διοχετεύει το υδραυλικό υγρό με μεγάλη πίεση στο σύστημα διεύθυνσης, αυξάνοντας έτσι τη δύναμη που ασκεί σ’ αυτό ο οδηγός.
υδραυλικός σύνδεσμος: οποιαδήποτε διάταξη μεταδίδει την κίνηση από την είσοδό της στην έξοδό της μέσω ενός υγρού μέσου. Συνήθως αποτελείται από δύο φτερωτές μέσα σε ένα στεγανό κέλυφος γεμάτο με υγρό. H φτερωτή που είναι συνδεδεμένη με τον άξονα εισόδου αναδεύει το υγρό, ο οποίο με τη σειρά του κινεί τη φτερωτή που είναι συνδεδεμένη με τον άξονα εξόδου. ‘Ετσι μεταδίδεται η κίνηση. Συνήθως υπάρχει κάποια υστέρηση απόκρισης στην κίνηση της φτερωτής και του άξονα εξόδου.
υδρολίσθηση (aquaplanning): φαινόμενο που εμφανίζεται σε μεγάλες ταχύτητες και σε δρόμους με πολύ νερό. Προκαλείται εξαιτίας της αδυναμίας των αυλακώσεων του κάθε λάστιχου να αποβάλουν όγκο νερού, μεγαλύτερο από ένα συγκεκριμένο όριο. Σ’ αυτή την περίπτωση δημιουργείται μία «σφήνα» νερού μπροστά από το λάστιχο και το σηκώνει, σε σημείο που αυτό να χάνει την επαφή του με το οδόστρωμα, πατώντας μόνο σε νερό. Tότε η πρόσφυση πρακτικά μηδενίζεται, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να μένει ουσιαστικά ακυβέρνητο (δεν «ακούει» στο τιμόνι και δεν φρενάρει).
υπερδιόρθωση: είτε ηθελημένη, είτε αθέλητη, η υπερδιόρθωση είναι αυτό που προκύπτει εάν κατά το “ανάποδο”, περιστραφεί το τιμόνι περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, έχοντας σαν αποτέλεσμα το απότομο γύρισμα του πίσω μέρους προς την αντίθετη πλευρά.
υπερπίεση: η πίεση πάνω από την ατμοσφαιρική, που αναπτύσσεται στην πολλαπλή εισαγωγής εξαιτίας της ύπαρξης υπερσυμπιεστή. Mετριέται σε bar και κυμαίνεται από 0,5 έως και 2,5 bar σε περιπτώσεις αγωνιστικών κινητήρων και ειδικών κατασκευών. Tο όργανο (μανόμετρο) για τη μέτρηση της υπερπίεσης εισαγωγής, στην καθημερινή γλώσσα λέγεται και «μπαρόμετρο».
υπερπλήρωσης πίεση: η αύξηση της πίεσης, πάνω από την ατμοσφαιρική, που παράγεται στην πολλαπλή εισαγωγής από έναν υπερσυμπιεστή. Μετράται συνήθως σε psi ή bar.
υπερστροφή: η κατάσταση στην οποία οι γωνίες ολίσθησης των πίσω τροχών είναι μεγαλύτερες απ’ αυτές των εμπρός τροχών. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται έντονη μετατόπιση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου προς το εξωτερικό της στροφής, οπότε απαιτείται διόρθωση με κατάλληλους χειρισμούς του τιμονιού (ανάποδο τιμόνι) και του γκαζιού.
υπερσυμπιεστής: ένας συμπιεστής αέρα που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία του κινητήρα με περισσότερο αέρα από αυτόν που μπορεί να αναρροφήσει μόνος του. O όρος αυτός είναι γενικός και περιγράφει τόσο τους μηχανικούς υπερσυμπιεστές όσο και τους υπερσυμπιεστές εξάτμισης.
υπερσυμπιεστής εξάτμισης: αλλιώς στροβιλοσυμπιεστής – τούρμπο.
υπερσυμπιεστής μηχανικός: συμπιεστής που παίρνει κίνηση από το στροφαλοφόρο άξονα. Οπως κι ο στροβιλοσυμπιεστής, παρεμβάλλεται στο σύστημα εισαγωγής του κινητήρα, συμπιέζοντας τον αέρα εισαγωγής και ωθώντας τον στο θάλαμο καύσης. Tα πλεονεκτήματα των μηχανικών υπερσυμπιεστών, σε σχέση με τα κοινά τούρμπο, είναι η άμεση απόκριση (απουσία «τούρμπο – λαγκ») και η μεγάλη ροπή από πιο χαμηλές στροφές. Kυριότερο μειονέκτημά τους είναι η απορρόφηση ενέργειας από τον κινητήρα για να κινηθούν, καθώς και οι μεγάλες μηχανικές απώλειες, όσο αυξάνουν οι στροφές, εξαιτίας της αύξησης των τριβών.
υπερτετράγωνος – υποτετράγωνος κινητήρας: υπερτετράγωνος ονομάζεται ο κινητήρας στον οποίο η διάμετρος των κυλίνδρων είναι μεγαλύτερη από τη διαδρομή των εμβόλων. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κινητήρας ονομάζεται υποτετράγωνος. Oι υπερτετράγωνοι κινητήρες έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια θαλάμου καύσης κι επομένως μεγαλύτερες απώλειες θερμότητας, αλλά η γραμμική ταχύτητα του εμβόλου είναι μικρότερη, το ίδιο και η αδράνειά του, οπότε ο κινητήρας ανεβάζει πιο εύκολα στροφές. Eπίσης η μεγάλη επιφάνεια του εμβόλου επιτρέπει τη χρησιμοποίηση μεγαλύτερων (ή/και περισσότερων) βαλβίδων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της αναπνοής του κινητήρα. Tο πλεονέκτημα των υποτετράγωνων κινητήρων είναι κυρίως η μεγαλύτερη ροπή στις χαμηλές στροφές και η (κατά κανόνα) μικρότερη κατανάλωση.
υπερτετράγωνος κινητήρας: ο κινητήρας στον οποίο η διάμετρος του κυλίνδρου είναι μεγαλύτερη από τη διαδρομή του εμβόλου. Στην αντίθετη περίπτωση ο κινητήρας λέγεται υποτετράγωνος.
υποπόδιο (foot rest): το σημείο το οποίο, σε ορισμένα αυτοκίνητα, είναι ειδικά σχεδιασμένο ώστε να στηρίζει σε αυτό και να ξεκουράζει το αριστερό του πόδι ο οδηγός. Μοιάζει με ακλόνητο πεντάλ και βρίσκεται αριστερά από το πεντάλ του συμπλέκτη.
υποστροφή: η κατάσταση στην οποία οι γωνίες ολίσθησης των εμπρός τροχών είναι μεγαλύτερες απ’ αυτές των πίσω. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι εμπρός τροχοί του αυτοκίνητου δεν ακολουθούν την πορεία που θέλει ο οδηγός αλλά τείνουν να κινηθούν προς τα έξω, πάνω στην εφαπτόμενη της στροφής. H υποστροφή μπορεί να ελεγχθεί με περισσότερο στρίψιμο του τιμονιού προς την κατεύθυνση της στροφής και σε πιο ακραίες περιπτώσεις με άφημα του γκαζιού ή και τράβηγμα του χειρόφρενου.
υστέρηση τούρμπο (turbo lag): η καθυστέρηση που παρατηρείται σε ένα κινητήρα με υπερσυμπιεστή εξάτμισης, από τη στιγμή που ο οδηγός θα πατήσει το γκάζι, έως ότου αρχίσει να επιταχύνει το αυτοκίνητο. Oφείλεται κατά κύριο λόγο στην αδράνεια της φτερωτής του υπερσυμπιεστή, που πρέπει να πάρει στροφές ώστε να δώσει πίεση και ν’ αποδώσει ο κινητήρας.
υστερούντες βραχίονες: σύστημα ανεξάρτητης πίσω ανάρτησης, που αποτελείται από διαμήκεις βραχίονες, αρθρωμένους στο αμάξωμα στο μπροστινό τους άκρο και συνδεδεμένους με την πλήμνη των τροχών στο πίσω τους άκρο. Aπλό στην κατασκευή και σχετικά φθηνό σύστημα, που δεν καταλαμβάνει πολύ χώρο και ελέγχει ικανοποιητικά τις κινήσεις των τροχών. Xρησιμοποιείται κυρίως σε μικρών διαστάσεων προσθιοκίνητα αυτοκίνητα. Oι υστερούντες βραχίονες, συνδεδεμένοι μεταξύ τους με εγκάρσια δοκό, σχηματίζουν τον ημιάκαμπτο άξονα (βλ. λέξη).