211 800 5006
info@germanos.parts
Δευ. - Παρ. 09:00 - 16:00

ράβδος παναρ: ράβδος που χρησιμοποιείται σε διατάξεις πίσω ανάρτησης με άκαμπτο άξονα. Το ένα της άκρο αρθρώνεται πάνω στον άξονα και το άλλο πάνω στο αμάξωμα του αυτοκινήτου. Σκοπός της ράβδου Πανάρ είναι να περιορίσει τις εγκάρσιες κινήσεις του άκαμπτου άξονα.

ράβδος στρέψης: ράβδος μεγάλου μήκους, συμπαγής ή σωληνωτή. Το ένα άκρο της είναι σταθερά συνδεδεμένο με το αμάξωμα μέσω ενός πολύσφηνου και το άλλο συστρέφεται από ένα μοχλό που συνδέεται με την ανάρτηση. Παίζει το ρόλο ελατηρίου σε πίσω αναρτήσεις προσθιοκίνητων αυτοκινήτων ή στην εμπρός ανάρτηση ορισμένων ελαφρών φορτηγών και τζίπ.

ράβδος ώσης: γενικός όρος που αναφέρεται σε κάθε ράβδο που μεταφέρει αξονικά ένα φορτίο που την συμπιέζει. Παράδειγμα ράβδων ώσης είναι τα ωστήρια που μεταφέρουν την παλινδρομική κίνηση από τους ακόλουθους του εκκεντροφόρου στα κοκοράκια των βαλβίδων σε κινητήρες με τον εκκεντροφόρο στο πλάι.

ρεζερβουάρ: το δοχείο καυσίμου. Στην πλειοψηφία των αυτοκινήτων τοποθετείται κάτω από τα πίσω καθίσματα ή το χώρο αποσκευών. Είναι σχεδιασμένο και τοποθετημένο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφεύγεται ανάφλεξη του καυσίμου σε περίπτωση σύγκρουσης. Το υλικό κατασκευής του είναι ατσάλινο έλασμα ή πλαστικό (για πιο πολύπλοκα σχήματα).

ρελαντί: ο ρυθμός περιστροφής ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης όταν αυτός λειτουργεί χωρίς φορτίο. Στα περισσότερα αυτοκίνητα οι στροφές του ρελαντί είναι περίπου 750-900 σ.α.λ. Σε παλαιότερες εκδόσεις κινητήρων με καρμπιρατέρ, η ρύθμιση του ρελαντί γίνεται απλούστατα, με την περιστροφή μιας βίδας. Στους σύγχρονους κινητήρες με ψεκασμό, το ρελαντί ρυθμίζεται από την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου του κινητήρα και η ρύθμισή του έχει πάψει να είναι τόσο απλή υπόθεση.

ρεοστάτης: αντίσταση με μεταβλητό μήκος. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που θέλουμε να ρυθμίζουμε την ένταση του ρεύματος με την οποία τροφοδοτούμε μια ηλεκτρική εγκατάσταση. Η συνδεσμολογία αποτελείται από μια αντίσταση, το ένα άκρο της οποίας είναι σταθερά συνδεδεμένο με την πηγή παροχής ρεύματος. Το άλλο άκρο έχει τη δυνατότητα να μετακινείται, μεταβάλλοντας το μέγεθος της αντίστασης. Χρησιμοποιώντας ένα περιστροφικό διακόπτη, μετακινούμε ανάλογα το ελεύθερο άκρο, ρυθμίζοντας έτσι την ένταση του ρεύματος που διαρρέει την αντίσταση.

ροπή: ονομάζεται το φυσικό μέγεθος που εκφράζεται από το γινόμενο μιας δύναμης F, που ασκείται σε απόσταση r από ένα σημείο ή έναν άξονα, επί το μέτρο της απόστασης r. Είναι μέγεθος διανυσματικό, με διεύθυνση κάθετη στη διεύθυνση στη διεύθυνση της δύναμης F. Στην περίπτωση των αυτοκινήτων, το μέγεθος της ροπής δίνει μια εικόνα του έργου που μπορεί να παράγει ένας κινητήρας μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή διαφορετικά, την ικανότητα να υπερνικήσει κάποια συγκεκριμένη αντίσταση. Για παράδειγμα, την ικανότητα ενός οχήματος να ανέβει μια μεγάλη ανηφόρα με τετάρτη ταχύτητα στο κιβώτιο.

ροπή αδρανείας: ονομάζεται το άθροισμα των ροπών που εφαρμόζεται σε καθεμιά από τις σημειακές μάζες από τις οποίες αποτελείται ένα σώμα. Δείχνει το βαθμό δυσκολίας με τον οποίο μπορεί να περιστραφεί ένα στερεό σώμα γύρω από έναν άξονα.

ρότορας: το περιστρεφόμενο δισκοειδές έμβολο στους περιστροφικούς κινητήρες, αλλά και το περιστρεφόμενο μέρος των ηλεκτροκινητήρων.

ρουλεμάν: αλλιώς ένσφαιροι τριβείς. Αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: τα σώματα κυλίσεως (μικρές μεταλλικές μπίλιες ή κύλινδροι), τον κλωβό κυλίσεως (που συγκρατεί τα σώματα κυλίσεως) και το εσωτερικό και εξωτερικό στοιχείο. Τα ρουλεμάν που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα, είναι κατασκευασμένα έτσι μπορούν να παραλάβουν κυρίως ακτινικές δυνάμεις. Τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό τους στοιχείο είναι οι δακτύλιοι. Επιτρέπουν τη μεταβολή της σχετικής ταχύτητας περιστροφής του άξονα που είναι προσαρμοσμένος στον εσωτερικό δακτύλιο και του μηχανικού στοιχείου στο οποίο προσαρμόζεται ο εξωτερικός δακτύλιος. Το μέγεθος των φορτίων που μπορούν να παραλάβουν εξαρτάται από τον αριθμό και το μέγεθος των σωμάτων κυλίσεως. Υπάρχει η δυνατότητα είτε να λιπαίνονται εξωτερικά είτε να είναι αυτολιπαινόμενα.

ρύθμιση φρένων: η μεταβολή της πίεσης στο πεντάλ του φρένου, ώστε τα φρένα να βρίσκονται διαρκώς στο όριο του μπλοκαρίσματος. Θεωρητικά μία ελάχιστη μείωση της πίεσης στο πεντάλ αρκεί για να ξεμπλοκάρουν τα μπλοκαρισμένα φρένα. Στην πράξη όμως, χρειάζεται μεγαλύτερη μείωση της πίεσης στο πεντάλ.